θυμιάματος

θυμιάματος
θῡμιά̱ματος , θυμίαμα
incense
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • επίθυσις — ἐπίθυσις, ἡ (Α) η καύση θυμιάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύσις (< θύω «θυσιάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • επιθυμίαμα — ἐπιθυμίαμα, τὸ (Α) προσφορά θυμιάματος («στέφη λαβούσῃ κἀπιθυμιάματα», Σοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θυμίαμα] …   Dictionary of Greek

  • θυήεις — θυήεις, εσσα, εν (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού ουσ. βωμός) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή από καπνό θυμιάματος ή θυσίας (βωμός τε θυήεις», Ομ. Ιλ.) 2. ευώδης («θυήεντα σπάργανα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + κατάλ. ήεις (πρβλ. αιγλ ήεις, πετρ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • θυμίασμα — το (ΑΜ θυμίασμα) [θυμιάζω] 1. θυμίαμα, καπνός τού θυμιάματος 2. θυμιάτισμα* …   Dictionary of Greek

  • θυώδης — θυώδης, ες (Α) 1. αυτός που έχει την ευωδία θυμιάματος, μυρωδάτος, ευώδης, αρωματικός 2. αυτός που ανήκει στο δέντρο θύον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + ώδης (< όδ ωδ α) που διατηρεί στην προκειμένη περίπτωση την αρχική του σημασία «μυρωδάτος»] …   Dictionary of Greek

  • κέρπαθος — κέρπαθος, ὁ (Α) είδος θυμιάματος …   Dictionary of Greek

  • κηώδης — και κειώδης, ῶδες (Α) αυτός που έχει την οσμή τού θυμιάματος, εύοσμος («κηώδεα φύετο πάντα», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κη ώδης. Το α συνθετικό τής λ. κη προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουδ. *κῆFος «αρωματικό ξύλο» που είναι παρ. από το θ. τού αόρ.… …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • λάριμνον — λάριμνον, τὸ (Α) αραβική ονομασία ευώδους θυμιάματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”